τσατίλα

τσατίλα
και τσαντίλα, η, Ν
εκνευρισμός, θυμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τσατίζω / τσαντίζω + κατάλ. -ίλα (πρβλ. σκασ-ίλα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τσατίλα — η πείραγμα, προσβολή, θύμωμα, ερεθισμός, σκασίλα: Έχω τσατίλα μ αυτά που μου είπε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσαντίλα — (I) η, Ν βλ. τσατίλα. (II) η, Ν 1. σάκος από ύφασμα αραιά υφασμένο, που χρησιμοποιείται για την αποστράγγιση τού τυριού 2. συνεκδ. κάθε ύφασμα με αραιή ύφανση 3. (κατ επέκτ.) ύφασμα κακής ποιότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σλαβ. tsedilo] …   Dictionary of Greek

  • τσάτισμα το — τσάτισμα, το ατος, και τσάντισμα, το ατος, τσατίλα (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”